Φθορά της εργατικής δύναμης και μείωση της τιμής της
Η συζήτηση για τη «διευθέτηση» του εργάσιμου χρόνου δεν είναι καινούργια. Υπάρχει άλλωστε πλούσιο νομοθετικό έργο σε αυτήν την κατεύθυνση όλα τα προηγούμενα χρόνια, από όλες τις κυβερνήσεις, ενσωματώνοντας Οδηγίες και κατευθύνσεις της ΕΕ.
Ωστόσο οι καινούργιες εξελίξεις και η προσπάθεια της κυβέρνησης να απαλλάξει την εργοδοσία και από τα τελευταία «βαρίδια» που δυσχεραίνουν την εφαρμογή της «διευθέτησης» του χρόνου εργασίας, όπως έχει ανακοινωθεί στο υπουργικό συμβούλιο για το νέο αντεργατικό νομοσχέδιο, δεν είναι τυχαίες, ούτε ως προς το χρόνο ούτε ως προς το περιεχόμενο.
Η κυβερνητική ανακοίνωση ανέφερε ότι οι επιχειρήσεις «θα μπορούν να απασχολούν εργαζομένους έως 10 ώρες ημερησίως κατά μέγιστο, χωρίς πρόσθετη αμοιβή, εφόσον εντός του ίδιου 6μήνου εξοφλούν τις ώρες με αντίστοιχη μείωση ωρών ή ρεπό ή ημέρες άδειας». Είχε προηγηθεί μια αρθρογραφία μηνών, που κρίνοντας το υφιστάμενο νομικό πλαίσιο για τη «διευθέτηση», ζητούσε να εξαλειφθεί η πρόβλεψη ότι προϋπόθεση για την εφαρμογή της είναι η συμφωνία του εργοδότη και του συλλογικού οργάνου εκπροσώπησης των εργαζομένων.
Έχει προηγηθεί όμως και ένα πλούσιο νομοθετικό έργο από όλες τις κυβερνήσεις, το οποίο με τις σημερινές ανατροπές κατοχυρώνεται και επεκτείνεται. Ενδεικτικά αναφέρουμε τους νόμους για τη «διευθέτηση» του χρόνου εργασίας που ψήφισαν διαδοχικά ΝΔ - ΠΑΣΟΚ και ΣΥΡΙΖΑ: 1892/1990 (κυβέρνηση ΝΔ), 2639/1998 (κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ), 2874/2000 (κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ), 3385/2005 (κυβέρνηση ΝΔ), 3846/2010 (κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ), 3986/2011 (κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ) και 4498/ 2017 (κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ) - ο τελευταίος για την οργάνωση του χρόνου εργασίας των νοσοκομειακών γιατρών.
Κάθε επόμενος νόμος δίνει όλο και περισσότερα όπλα στους εργοδότες και αφαιρεί όλο και περισσότερα δικαιώματα από τους εργαζόμενους.
Ποιος κερδίζει...
Αυτό που μαζί με άλλους παράγοντες δίνει τώρα ώθηση σε έναν νέο νόμο για τη «διευθέτηση» είναι τα προβλήματα της καπιταλιστικής οικονομίας, η εξέλιξη της οικονομικής κρίσης, η εκδήλωση της οποίας επιταχύνθηκε εξαιτίας και του κορονοϊού.
Βασικό στοιχείο της διαχείρισης της κρίσης για λογαριασμό του κεφαλαίου είναι η διαμόρφωση νέων όρων έντασης της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης. Δηλαδή η ενίσχυση της δυνατότητας του κεφαλαιοκράτη να «αξιοποιεί» πιο «αποδοτικά» σε σχέση με τους ανταγωνιστές του την εργατική δύναμη, ώστε αυτή να του αποφέρει το μέγιστο κέρδος.
Είναι βασικός όρος για το κεφάλαιο να «ζωντανεύει» η διάθεσή του για μεγάλωμα της παραγωγής, νέες επενδύσεις σε παλιούς και νέους κλάδους κ.λπ. Όταν αυτή η διάθεση χάνεται, η οικονομική δραστηριότητα περιορίζεται, συρρικνώνεται και έρχεται η κρίση. Το ξεπέρασμα της κρίσης προϋποθέτει την επανέναρξη αυτής της διαδικασίας.
Ένα πρόβλημα που εκδηλώνεται στις σημερινές συνθήκες είναι η συσσώρευση μεγάλων κεφαλαίων που δεν έχουν βρει πεδία και όρους αξιοποίησής τους με το μέγιστο δυνατό κέρδος. Ο παράγοντας αυτός επέδρασε στο να έρθει μια σχετικά αναιμική ανάπτυξη μετά την προηγούμενη κρίση, ανάπτυξη η οποία όχι μόνο δεν έφτασε την οικονομία στα προ κρίσης επίπεδα, αλλά συναντήθηκε σχετικά γρήγορα με έναν νέα κρίση που βρίσκεται σε εξέλιξη.
Σήμερα λοιπόν, αξιοποιώντας και δυνατότητες που δίνει η πιο διευρυμένη χρήση των νέων τεχνολογιών, γίνεται προσπάθεια να βαθύνει η καπιταλιστική σχέση.
Ένα τέτοιο ζήτημα μπορούμε να δούμε για παράδειγμα στην ευρύτερη εφαρμογή της τηλεργασίας, στους κλάδους όπου αυτό είναι εφικτό. Η τηλεργασία αξιοποιείται για την πλήρη υποταγή της ημέρας του εργαζόμενου στις «ορέξεις» του εργοδότη. Διαχέεται με τέτοιον τρόπο ο εργάσιμος στον μη εργάσιμο χρόνο στο πλαίσιο της ημέρας, που ουσιαστικά χάνονται τα όριά τους. Οι εμπειρίες όσων εργαζομένων βιώνουν αυτό το καθεστώς είναι τραγικές...
Το κεφάλαιο έχει πάντα στραμμένη την προσοχή του στην εργάσιμη μέρα, διότι η παραγωγή της υπεραξίας συντελείται μέσα σε αυτό το χρονικό πλαίσιο. Επιδιώκει πάντα τη διεύρυνση των ορίων του εργάσιμου χρόνου, στοχεύει πάντα αυτός να περιλαμβάνει όλο το 24ωρο, κάτι βέβαια που εμποδίζεται αντικειμενικά από τα όρια που βάζει η ανάγκη αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης, αλλά πρωτίστως από την ταξική πάλη.
Σε μια τέτοια κατεύθυνση αξιοποιείται η «διευθέτηση» του εργάσιμου χρόνου, που επιτρέπει στους εργοδότες να αυξομειώνουν τον χρόνο εργασίας για να τον προσαρμόζουν στις εκάστοτε ανάγκες της παραγωγής.
Έτσι, στο πλαίσιο της εργάσιμης μέρας ο εργοδότης έχει τη δυνατότητα να επεκτείνει τον εργάσιμο χρόνο χωρίς αυτή η επέκταση να τον επιβαρύνει οικονομικά, αφού είτε ο εργάσιμος χρόνος είναι 10ωρος είτε 11ωρος είτε 8ωρος, ο εργάτης πληρώνεται το ίδιο. Ουσιαστικά καταργείται η πληρωμή της υπερωριακής εργασίας και αυξάνεται το μέρος της απλήρωτης εργασίας για τον εργάτη.
Είναι εύκολο να φανταστούμε την άμεση εφαρμογή αυτού του μέτρου. Για παράδειγμα, μια επιχείρηση σε περίοδο αυξημένης κίνησης αναγκάζει τους εργαζόμενους να δουλέψουν περισσότερες ώρες για να αυξήσει την παραγωγή, ενώ σε περιόδους μειωμένης κίνησης μειώνει τον χρόνο εργασίας. Ας σκεφτούμε για παράδειγμα κλάδους όπως ο Τουρισμός, για το μόνιμα απασχολούμενο προσωπικό αλλά και για τους εποχιακούς. Δουλειά ήλιο με ήλιο στις σεζόν, χωρίς πληρωμή υπερωριών.
Εδώ μπορεί να έρθει το εξής αντεπιχείρημα: «Ναι, αλλά όταν μειωθεί ο χρόνος εργασίας στο πλαίσιο της διευθέτησης σε περίοδο πτώσης της κίνησης, τότε δεν ισοφαρίζεται ο συνολικός εργάσιμος χρόνος σε επίπεδο χρονιάς; Τότε ο εργοδότης δεν πληρώνει περισσότερο;».
Φαινομενικά το επιχείρημα αυτό ακούγεται λογικό. Όμως δεν είναι έτσι. Γιατί ο εργάσιμος χρόνος για τον εργάτη μοιράζεται πάντα στα δύο. Ένα μέρος είναι δικό του, αφορά την παραγωγή αξιών ίσων με τα μέσα που είναι απαραίτητα για την αναπαραγωγή της εργατικής του δύναμης, και ένα μέρος ανήκει αποκλειστικά στον εργοδότη, παράγει υπεραξία. Αυτό όμως συντελείται σε κάθε λεπτό και σε κάθε ώρα της εργάσιμης μέρας.
Ο μισθός του κινείται πάνω κάτω γύρω από την αξία των μέσων για την αναπαραγωγή της εργατικής του δύναμης, το οποίο μένει σταθερό σε ένα ιστορικό πλαίσιο συνθηκών. Αν ο εργάτης που δουλεύει 8 ώρες αυξάνει το χρόνο εργασίας σε 10 ή 15 και πληρώνεται το ίδιο, σημαίνει πολύ απλά ότι το μέρος του εργάσιμου χρόνου που «ανήκει» στον εργοδότη αυξάνεται δραματικά, ενώ το μέρος που «ανήκει» στον ίδιο, αν και δεν αλλάζει, μειώνεται σχετικά, είναι μικρότερο κομμάτι του συνολικού εργάσιμου χρόνου.
Την περίοδο που έρχεται η μείωση των ωρών εργασίας, δεν χάνει ο εργοδότης, αφού πάλι το μεγαλύτερο μέρος του εργάσιμου χρόνου από το πρώτο λεπτό της δουλειάς τού ανήκει, έστω κι αν αυτό είναι μικρότερο από πριν. Καμία δικαιοσύνη και κανένα «ισοφάρισμα» δεν υπάρχει εδώ, τίποτα δεν «πατσίζεται». Η εναλλαγή περιόδων υπερεργασίας και περιόδων υποαπασχόλησης επιβεβαιώνει απλώς ότι η εργατική δύναμη είναι στον απόλυτο έλεγχο του κεφαλαιοκράτη, ότι είναι διαρκώς στη διάθεσή του για 24 ώρες το 24ωρο.
Άμα θέλει την αξιοποιεί, άμα δεν θέλει όχι. Αυτό σημαίνει στην πράξη ότι η διάκριση εργάσιμου και μη εργάσιμου χρόνου χάνεται, άρα και τα θεμελιωμένα δικαιώματα του εργαζόμενου.
Πολύ περισσότερο που η νομοθεσία δίνει κι άλλα εργαλεία στον εργοδότη. Χαρακτηριστικό είναι ότι αντί για μείωση του εργάσιμου χρόνου μπορεί να δώσει ορισμένα ρεπό, ή ορισμένες μέρες άδειας, που είναι κατανοητό ότι δεν αναπληρώνουν την ημερήσια υπερεργασία. Επίσης, μπορεί να χρησιμοποιήσει μεθόδους ώστε τη σχετικά «νεκρή περίοδο» να μειώσει το εργασιακό «κόστος». Τέτοια μέθοδος είναι για παράδειγμα οι προσωρινές αναστολές συμβάσεων, που εφαρμόζονται μαζικά τώρα με αφορμή την πανδημία, αλλά είναι ένα εργαλείο που υπάρχει πια στη φαρέτρα της εργοδοσίας. Έτσι το κράτος αναλαμβάνει ένα μέρος του μισθολογικού «κόστους».
Αν σκεφτούμε επίσης την εκτεταμένη χρήση τηλεργασίας σε μια σειρά κλάδους, τη διευθέτηση σε «ενεργό» και «μη ενεργό» εργάσιμο χρόνο στο πλαίσιο της ίδιας μέρας, καταλαβαίνουμε ότι μιλάμε για ένα ολόκληρο πλέγμα έντασης της εκμετάλλευσης.
Ποιος χάνει...
Το ζήτημα γίνεται ακόμα πιο κατανοητό αν δούμε λίγο καλύτερα το πώς χάνει ο εργάτης από αυτή τη διαδικασία.
Είναι αυτονόητο ότι αφού δεν αμείβονται οι επιπλέον ώρες εργασίας, πέφτει ουσιαστικά η τιμή της εργατικής δύναμης. Ένας εργαζόμενος παίρνει 30 ευρώ μεροκάματο για να δουλέψει 8 ώρες για έναν εργοδότη. Με τη «διευθέτηση» ο εργαζόμενος θα δουλέψει 10 ώρες και θα πάρει πάλι 30 ευρώ μεροκάματο. Αυτό πρακτικά σημαίνει έμμεση μείωση του μισθού του μέσω αύξησης του συνολικού εργάσιμου χρόνου.
Θα πρέπει να συνυπολογίσουμε ότι η αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης εξαρτάται και από τη φθορά της. Όταν είναι μεγαλύτερη η φθορά της εργατικής δύναμης, χρειάζεται μεγαλύτερη αξία μέσων για την αναπαραγωγή της. Σε αυτή τη λογική καθιερώθηκε και η αμοιβή της υπερωρίας, μέσα από την πάλη του εργατικού κινήματος, κάτι που σήμερα καταργείται.
Οι κυβερνήσεις είχαν φροντίσει άλλωστε εδώ και καιρό να μειώσουν τις αποζημιώσεις για υπερεργασία και υπερωρία, με αλλεπάλληλους νόμους, ώστε να γίνονται όλο και πιο φθηνές.
Έτσι, με το νόμο 2874/2000 η υπερεργασία αμειβόταν με προσαύξηση 50%, ενώ με το νόμο 3863/2010 αμείβεται με προσαύξηση 20%. Για μέχρι 120 υπερωρίες το χρόνο προβλεπόταν προσαύξηση 50%, και τώρα 40%. Για πάνω από 120 υπερωρίες προσαύξηση 75% και τώρα 60%. Μεγάλη μείωση σημειώθηκε και στις παράνομες υπερωρίες: Η προσαύξηση για αυτές ήταν 250% και τώρα είναι μόλις 80%, πάντα αν και εφόσον διαπιστωθεί ότι γίνονται, από τους ανύπαρκτους ελέγχους των αρμόδιων υπηρεσιών του κράτους...
Η μέθοδος αυτή λοιπόν αυξάνει την κόπωση, προκαλεί μεγάλη φθορά στην εργατική δύναμη, στις πνευματικές και σωματικές ικανότητες του εργαζόμενου, που δεν μπορεί να διορθωθεί αν σε κάποια άλλη περίοδο ο εργαζόμενος δουλέψει λιγότερες ώρες.
Η εντατικοποίηση της εργασίας εκθέτει τους εργάτες σε περισσότερους κινδύνους για περισσότερο χρόνο, ενώ οδηγεί σε μείωση των αντανακλαστικών. Αυξάνονται οι πιθανότητες εργατικών «ατυχημάτων» και επαγγελματικών ασθενειών, προκαλούνται βλάβες στην υγεία των εργαζομένων.
Συνυπολογίζοντας τον χρόνο μετακίνησης του εργαζόμενου από και προς τη δουλειά, σημαίνει δραστική μείωση έως εκμηδενισμό του ελεύθερου χρόνου, της δημιουργικής ατομικής και κοινωνικής δράσης του. Ενας εργαζόμενος που καλείται να δουλεύει για μια περίοδο δύο μηνών 10 ώρες τη μέρα, είναι προφανές ότι δεν προλαβαίνει να κάνει τίποτα άλλο εκτός από τη διαδρομή «δουλειά - φαΐ - ύπνος - δουλειά». Ζει κυριολεκτικά για να δουλεύει, θυμίζοντας τα «ομιλούντα εργαλεία» όπως αποκαλούνταν οι σκλάβοι.
Η λογική είναι δουλειά όταν, όπου, όπως και όσο χρειάζεται το κεφάλαιο, που συνεπάγεται πλήρη απορρύθμιση της εργάσιμης μέρας.
Η πάλη για τον εργάσιμο χρόνο στο επίκεντρο
Οι σύγχρονες ανάγκες του κεφαλαίου, αξιοποιώντας νέα επιστημονικά - τεχνολογικά δεδομένα και νέες μεθόδους οργάνωσης της εκμετάλλευσης, ενισχύουν πολιτικές «διευθέτησης» του εργάσιμου χρόνου, με κύριο στόχο σταθερά την επιμήκυνση του μέρους του εργάσιμου χρόνου κατά τον οποίο ο μισθωτός δουλεύει για το κεφάλαιο και όχι για τον εαυτό του.
Σήμερα, με ακόμα πιο σύγχρονες μεθόδους εργασίας στις συνθήκες των ψηφιακών τεχνολογιών και της λεγόμενης 4ης βιομηχανικής επανάστασης, συντελούνται νέες αντιδραστικές αλλαγές σε βάρος του εργαζόμενου. Την ίδια στιγμή που οι δυνατότητες της τεχνολογίας και της παραγωγής δείχνουν την τάση, για μείωση του εργάσιμου χρόνου, σε συνδυασμό με διεύρυνση των εργασιακών δικαιωμάτων, αύξηση των μισθών, εξασφάλιση σταθερής εργασίας, συμβαίνουν τα ακριβώς αντίθετα.
Σήμερα αποδεικνύεται ότι το εργατικό κίνημα χρειάζεται να συνδυάσει τον αγώνα ενάντια στη νέα αντεργατική επίθεση με τη διεκδίκηση αιτημάτων που να εκφράζουν τις σύγχρονες ανάγκες και τα δικαιώματα της εποχής, δίνοντας τη μάχη για τον εργάσιμο χρόνο, για νέες κατακτήσεις και δικαιώματα.